Ο κ. Κόυνερ μιλούσε για την κακή συνήθεια των ανθρώπων να καταπίνουν σιωπηρά την αδικία που τους κάνουν κι αφηγήθηκε τούτη την ιστορία: Κάποιος περαστικός είδε κάποιο παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι το βασάνιζε. Να, είχα δυο γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα από το χέρι μου, αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι που στεκόταν πιο πέρα. Καλά, και δε φώναξες για βοήθεια; ρώτησε ο άνθρωπος. Πώς, φώναξα, είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά. Και δε σ' άκουσε κανένας; ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί. Όχι, αποκρίθηκε αυτό κλαίγοντας με αναφυλλητά. Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε ο άνθρωπος. Όχι, αποκρίθηκε το παιδί που βλέποντας τόν άνθρωπο να χαμογελάει άρχισε και πάλι να ελπίζει. Τότε δώσε μου και το άλλο, είπε ο άνθρωπος* πήρε και το τελευταίο γρόσι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του.
Από τις "ιστορίες του κ. Κόυνερ" του Μ. Μπρεχτ
Από τις "ιστορίες του κ. Κόυνερ" του Μ. Μπρεχτ